θεοτυπία

θεοτυπία
θεοτυπία, ἡ (Α) [θεότυπος]
η ομοιότητα προς τον θεό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՏՊՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0330 Chronological Sequence: 8c գ. θεοτυπία dei effigiatio Տպաւորումն կամ ձեւացումն Աստուծոյ ընդ զգալի նմանութեամբք. *Զի՞նչ քունն, եւ զի՞նչ արթնութիւն, եւ որքան այլ ինչ ʼի նշանակաւ աստուածատպութեանն սրբազանաստեղծք կերպարանք. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”